ξοδεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξοδεύω < μεσαιωνική ελληνική ξοδεύω < (ελληνιστική κοινή) ἐξοδεύω < ἔξοδος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksoˈðe.vo/
Ρήμα
ξοδεύω
- χρησιμοποιώ ένα αγαθό για να ικανοποιήσω μια ανάγκη, το κάνω να εξάντληθει
- ξοδέψαμε όλο το ζεστό νερό
- πληρώνω και εξαντλώ ένα ποσό για κάτι που θέλω
- κάθε βράδυ ξοδεύει μια περιουσία
- (γενικότερα) χρησιμοποιώ τις δυνάμεις, το χρόνο, τις σκέψεις μου, για να πετύχω κάτι που επιθυμώ
- (για μηχάνημα) καταναλώνω ενέργεια, βενζίνη, ηλεκτρισμό κ.λπ.
Μεταφράσεις
χρησιμοποιώ ένα αγαθό...το κάνω να εξάντληθει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.