ασυντήρητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυντήρητος η ασυντήρητη το ασυντήρητο
      γενική του ασυντήρητου της ασυντήρητης του ασυντήρητου
    αιτιατική τον ασυντήρητο την ασυντήρητη το ασυντήρητο
     κλητική ασυντήρητε ασυντήρητη ασυντήρητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυντήρητοι οι ασυντήρητες τα ασυντήρητα
      γενική των ασυντήρητων των ασυντήρητων των ασυντήρητων
    αιτιατική τους ασυντήρητους τις ασυντήρητες τα ασυντήρητα
     κλητική ασυντήρητοι ασυντήρητες ασυντήρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασυντήρητος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ασυντήρητος

  • που δε συντηρείται ή δεν είναι δυνατό να συντηρηθεί
    αν το πτώμα μείνει για πολύ καιρό ασυντήρητο, θα αποσυντεθεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.