συντηρητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συντηρητής οι συντηρητές
      γενική του συντηρητή των συντηρητών
    αιτιατική τον συντηρητή τους συντηρητές
     κλητική συντηρητή συντηρητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συντηρητής < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική συντηρητής (που διασώζει) < συντηρῶ, συντηρη- + -τής, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική conservateur [1]

Ουσιαστικό

συντηρητής αρσενικό (θηλυκό συντηρήτρια)

  • (επάγγελμα) αυτός που συντηρεί κάτι (ανελκυστήρες, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, έργα τέχνης κλπ)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.