αυτοσυντηρούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοσυντηρούμαι < αυτο- + συντηρούμαι
Συγγενικά
- αυτοσυντηρημένος
- αυτοσυντήρηση
- αυτοσυντηρησία
- αυτοσυντήρητος
- αυτοσυντηρούμενος
- → δείτε τις λέξεις αυτός, συντηρώ και τηρώ
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοσυντηρούμαι | αυτοσυντηρούμουν | θα αυτοσυντηρούμαι | να αυτοσυντηρούμαι | ||
| β' ενικ. | αυτοσυντηρείσαι | αυτοσυντηρούσουν | θα αυτοσυντηρείσαι | να αυτοσυντηρείσαι | ||
| γ' ενικ. | αυτοσυντηρείται | αυτοσυντηρούνταν | θα αυτοσυντηρείται | να αυτοσυντηρείται | ||
| α' πληθ. | αυτοσυντηρούμαστε | αυτοσυντηρούμασταν αυτοσυντηρούμαστε |
θα αυτοσυντηρούμαστε | να αυτοσυντηρούμαστε | ||
| β' πληθ. | αυτοσυντηρείστε | αυτοσυντηρούσασταν αυτοσυντηρούσαστε |
θα αυτοσυντηρείστε | να αυτοσυντηρείστε | αυτοσυντηρείστε | |
| γ' πληθ. | αυτοσυντηρούνται | αυτοσυντηρούνταν | θα αυτοσυντηρούνται | να αυτοσυντηρούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοσυντηρήθηκα | θα αυτοσυντηρηθώ | να αυτοσυντηρηθώ | αυτοσυντηρηθεί | ||
| β' ενικ. | αυτοσυντηρήθηκες | θα αυτοσυντηρηθείς | να αυτοσυντηρηθείς | αυτοσυντηρήσου | ||
| γ' ενικ. | αυτοσυντηρήθηκε | θα αυτοσυντηρηθεί | να αυτοσυντηρηθεί | |||
| α' πληθ. | αυτοσυντηρηθήκαμε | θα αυτοσυντηρηθούμε | να αυτοσυντηρηθούμε | |||
| β' πληθ. | αυτοσυντηρηθήκατε | θα αυτοσυντηρηθείτε | να αυτοσυντηρηθείτε | αυτοσυντηρηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αυτοσυντηρήθηκαν αυτοσυντηρηθήκαν(ε) |
θα αυτοσυντηρηθούν(ε) | να αυτοσυντηρηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυτοσυντηρηθεί | είχα αυτοσυντηρηθεί | θα έχω αυτοσυντηρηθεί | να έχω αυτοσυντηρηθεί | αυτοσυντηρημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυτοσυντηρηθεί | είχες αυτοσυντηρηθεί | θα έχεις αυτοσυντηρηθεί | να έχεις αυτοσυντηρηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοσυντηρηθεί | είχε αυτοσυντηρηθεί | θα έχει αυτοσυντηρηθεί | να έχει αυτοσυντηρηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοσυντηρηθεί | είχαμε αυτοσυντηρηθεί | θα έχουμε αυτοσυντηρηθεί | να έχουμε αυτοσυντηρηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοσυντηρηθεί | είχατε αυτοσυντηρηθεί | θα έχετε αυτοσυντηρηθεί | να έχετε αυτοσυντηρηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοσυντηρηθεί | είχαν αυτοσυντηρηθεί | θα έχουν αυτοσυντηρηθεί | να έχουν αυτοσυντηρηθεί | ||
Μεταφράσεις
αυτοσυντηρούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.