αυτοσυντήρητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτοσυντήρητος | η | αυτοσυντήρητη | το | αυτοσυντήρητο |
| γενική | του | αυτοσυντήρητου | της | αυτοσυντήρητης | του | αυτοσυντήρητου |
| αιτιατική | τον | αυτοσυντήρητο | την | αυτοσυντήρητη | το | αυτοσυντήρητο |
| κλητική | αυτοσυντήρητε | αυτοσυντήρητη | αυτοσυντήρητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτοσυντήρητοι | οι | αυτοσυντήρητες | τα | αυτοσυντήρητα |
| γενική | των | αυτοσυντήρητων | των | αυτοσυντήρητων | των | αυτοσυντήρητων |
| αιτιατική | τους | αυτοσυντήρητους | τις | αυτοσυντήρητες | τα | αυτοσυντήρητα |
| κλητική | αυτοσυντήρητοι | αυτοσυντήρητες | αυτοσυντήρητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυτοσυντήρητος < αυτοσυντηρούμαι + -τος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αυτοσυντηρούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.