συναγωγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναγωγή οι συναγωγές
      γενική της συναγωγής των συναγωγών
    αιτιατική τη συναγωγή τις συναγωγές
     κλητική συναγωγή συναγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συναγωγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συναγωγή[1] < συνάγω. Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + αγωγή

Προφορά

ΔΦΑ : /si.na.ɣoˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συναγωγή
παλιότερος συλλαβισμός: συναγωγή

Ουσιαστικό

συναγωγή θηλυκό

  1. η συνάθροιση, η συγκέντρωση ανθρώπων στον ίδιο τόπο
     συνώνυμα: σύναξη, συσσώρευση
  2. το μάζεμα, η συλλογή
  3. το αποτέλεσμα του συνάγω (π.χ. ένα συμπέρασμα)
  4. (ιουδαϊσμός) ο τόπος συγκέντρωσης, λατρείας της ιουδαϊκής θρησκείας
     συνώνυμα: χάβρα
  5. (φυσική) η θερμοσυναγωγή, τρόπος με τον οποίο μεταφέρεται η θερμότητα μέσα σε ένα ρευστό

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συναγωγή αἱ συναγωγαί
      γενική τῆς συναγωγῆς τῶν συναγωγῶν
      δοτική τῇ συναγωγ ταῖς συναγωγαῖς
    αιτιατική τὴν συναγωγήν τὰς συναγωγᾱ́ς
     κλητική ! συναγωγή συναγωγαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συναγωγᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  συναγωγαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συναγωγή < συνάγω

Ουσιαστικό

συναγωγή θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.