χάβρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χάβρα οι χάβρες
      γενική της χάβρας των (χαβρών)
    αιτιατική τη χάβρα τις χάβρες
     κλητική χάβρα χάβρες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χάβρα < (άμεσο δάνειο) τουρκική havra < εβραϊκή סעודת הבראה (seudat havra'ah)

Ουσιαστικό

χάβρα θηλυκό

  1. (θρησκεία) η εβραϊκή συναγωγή
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) συγκέντρωση ατόμων που μιλάνε ταυτόχρονα, με αποτέλεσμα να μην γίνεται κατανοητό ποιος λέει τι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.