μάζεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάζεμα τα μαζέματα
      γενική του μαζέματος των μαζεμάτων
    αιτιατική το μάζεμα τα μαζέματα
     κλητική μάζεμα μαζέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάζεμα < μαζεύω

Ουσιαστικό

μάζεμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του μαζεύω, συλλογή
    το μάζεμα της ελιάς
  2. η τακτοποίηση
    Με λίγο μάζεμα, το δωμάτιο θα είναι μια χαρά.
  3. το στένεμα
    η φούστα θέλει μάζεμα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.