μάζεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μάζεμα | τα | μαζέματα |
| γενική | του | μαζέματος | των | μαζεμάτων |
| αιτιατική | το | μάζεμα | τα | μαζέματα |
| κλητική | μάζεμα | μαζέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μάζεμα < μαζεύω
Ουσιαστικό
μάζεμα ουδέτερο
- η ενέργεια του μαζεύω, συλλογή
- το μάζεμα της ελιάς
- η τακτοποίηση
- Με λίγο μάζεμα, το δωμάτιο θα είναι μια χαρά.
- το στένεμα
- η φούστα θέλει μάζεμα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
μάζεμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.