sinagoga
Ιταλικά
(it)
ενικός
πληθυντικός
sinagoga
sinagoghe
Ουσιαστικό
sinagoga
(it)
θηλυκό
η
συναγωγή
Ισπανικά
(es)
ενικός
πληθυντικός
sinagoga
sinagogas
Προφορά
ΔΦΑ
: /
si.na.ˈɡo.ɡa
/
Ουσιαστικό
sinagoga
(es)
θηλυκό
η
συναγωγή
Λιθουανικά
(lt)
Ουσιαστικό
sinagoga
(lt)
η
συναγωγή
Πορτογαλικά
(pt)
ενικός
πληθυντικός
sinagoga
sinagogas
Ουσιαστικό
sinagoga
(pt)
θηλυκό
η
συναγωγή
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.