assembly
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| assembly | assemblies |
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
assembly (en)
- η συνέλευση, η συνάθροιση, η συναγωγή
- διάταξη σε οργανωμένο-λειτουργικό σύνολο
- συναρμολόγηση
- συστοιχία που επιτελεί συγκεκριμένο έργο και είναι παρατεταμένη με τρόπο που συμβάλλει σ' αυτό
- (γλώσσες προγραμματισμού) συμβολόγλωσσα,[1] η συμβολική γλώσσα (προγραμματισμού), σύντμηση του όρου assembly language
Αναφορές
- Γλωσσάριο. Προσπέλαση 23/10/2019
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.