συμβολικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συμβολικότητα | οι | συμβολικότητες |
| γενική | της | συμβολικότητας | των | συμβολικοτήτων |
| αιτιατική | τη | συμβολικότητα | τις | συμβολικότητες |
| κλητική | συμβολικότητα | συμβολικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμβολικότητα < συμβολικός + -ότητα
Μεταφράσεις
συμβολικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.