αποδεικνύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποδεικνύω < αρχαία ελληνική ἀποδεικνύω / ἀποδείκνυμι < απο- + δείκνυμι

Ρήμα

αποδεικνύω (παθητική φωνή: αποδεικνύομαι)

  • στηρίζω μια άποψη επιχειρηματολογώντας

  • αποδείχνω

Συνώνυμα

  • τεκμηριώνω

Συγγενικά

  • αναπόδεικτα
  • αναπόδεικτος
  • ανταποδεικνύω
  • ανταπόδειξη
  • αποδεικνύομαι
  • αποδεικτέος
  • αποδεικτικά
  • αποδεικτικό
  • αποδεικτικός
  • αποδεικτικότητα
  • αποδεικτός
  • απόδειξη
  • αποδείξιμος
  • αποδείχνομαι
  • αυταπόδεικτα
  • αυταπόδεικτος
  • αυτοαποδεικνύεται
  • μερισματαπόδειξη
  • προαπόδειξη
  • → δείτε τις λέξεις από και δείχνω

Μεταφράσεις

    αποδεικνύω
  • αγγλικά : prove (en), demonstrate (en)
  • γαλλικά : prouver (fr), démontrer (fr)
  • πολωνικά : dowodzić (pl), udowadniać (pl)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.