ασυμβολικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυμβολικός η ασυμβολική το ασυμβολικό
      γενική του ασυμβολικού της ασυμβολικής του ασυμβολικού
    αιτιατική τον ασυμβολικό την ασυμβολική το ασυμβολικό
     κλητική ασυμβολικέ ασυμβολική ασυμβολικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυμβολικοί οι ασυμβολικές τα ασυμβολικά
      γενική των ασυμβολικών των ασυμβολικών των ασυμβολικών
    αιτιατική τους ασυμβολικούς τις ασυμβολικές τα ασυμβολικά
     κλητική ασυμβολικοί ασυμβολικές ασυμβολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασυμβολικός < α- + συμβολικός

Προφορά

ΔΦΑ : /a.siɱ.vo.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ασυμβολικός

Επίθετο

ασυμβολικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.