συμβολαιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμβολαιακός η συμβολαιακή το συμβολαιακό
      γενική του συμβολαιακού της συμβολαιακής του συμβολαιακού
    αιτιατική τον συμβολαιακό τη συμβολαιακή το συμβολαιακό
     κλητική συμβολαιακέ συμβολαιακή συμβολαιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμβολαιακοί οι συμβολαιακές τα συμβολαιακά
      γενική των συμβολαιακών των συμβολαιακών των συμβολαιακών
    αιτιατική τους συμβολαιακούς τις συμβολαιακές τα συμβολαιακά
     κλητική συμβολαιακοί συμβολαιακές συμβολαιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμβολαιακός < συμβόλαιο + -ακός

Επίθετο

συμβολαιακός, -ή, -ό

  • που γίνεται κατόπιν υπογραφής συμβολαίου
    Να καλύψει εξολοκλήρου με ελληνικό κριθάρι τις ανάγκες της παραγωγής της μέχρι το 2015 στοχεύει η εταιρεία, η οποία διπλασίασε ήδη τον αριθμό των παραγωγών που συμμετέχουν στο πρόγραμμα συμβολαιακής καλλιέργειας κριθαριού, με αποτέλεσμα αυτοί να ανέρχονται πλέον στους 2.100. (Εφημερίδα Το Βήμα, 5/4/2013)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.