συγκεχυμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συγκεχυμένος | η | συγκεχυμένη | το | συγκεχυμένο |
| γενική | του | συγκεχυμένου | της | συγκεχυμένης | του | συγκεχυμένου |
| αιτιατική | τον | συγκεχυμένο | τη | συγκεχυμένη | το | συγκεχυμένο |
| κλητική | συγκεχυμένε | συγκεχυμένη | συγκεχυμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συγκεχυμένοι | οι | συγκεχυμένες | τα | συγκεχυμένα |
| γενική | των | συγκεχυμένων | των | συγκεχυμένων | των | συγκεχυμένων |
| αιτιατική | τους | συγκεχυμένους | τις | συγκεχυμένες | τα | συγκεχυμένα |
| κλητική | συγκεχυμένοι | συγκεχυμένες | συγκεχυμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συγκεχυμένος < αρχαία ελληνική συγκεχυμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συγχέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /siŋ.ɟe.çiˈme.nos/
Μετοχή
συγκεχυμένος, -η, -ο
- μπερδεμένος, ασαφής, δυσδιάκριτος, ακαθόριστος
- ※ Προσπάθησε να το διαβάσει, μα δεν μπορούσε. Τα γράμματα χόρευαν συγκεχυμένα. (Γιώργος Θεοτοκάς Η λίμνη [διήγημα])
Συγγενικά
- συγκεχυμένα
- → δείτε τις λέξεις χέω και χύνω
Σημειώσεις
- συγκεχυμένος: παθητική μετοχή του ρήματος συγχέω (σημαίνει μπερδεμένος, δυσδιάκριτος)
- συγχυσμένος: παθητική μετοχή του ρήματος συγχύζω (σημαίνει αναστατωμένος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.