ακαθόριστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακαθόριστος | η | ακαθόριστη | το | ακαθόριστο |
| γενική | του | ακαθόριστου | της | ακαθόριστης | του | ακαθόριστου |
| αιτιατική | τον | ακαθόριστο | την | ακαθόριστη | το | ακαθόριστο |
| κλητική | ακαθόριστε | ακαθόριστη | ακαθόριστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακαθόριστοι | οι | ακαθόριστες | τα | ακαθόριστα |
| γενική | των | ακαθόριστων | των | ακαθόριστων | των | ακαθόριστων |
| αιτιατική | τους | ακαθόριστους | τις | ακαθόριστες | τα | ακαθόριστα |
| κλητική | ακαθόριστοι | ακαθόριστες | ακαθόριστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακαθόριστος < α- + καθορίζ(ω) + -τος
Επίθετο
ακαθόριστος, -η, -ο
- που δεν έχει καθοριστεί με ακρίβεια ή δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί
- μια ακαθόριστη ανησυχία δεν με άφηνε να κοιμηθώ
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ακαθόριστα
- ακαθοριστία
- ακαθόριστο
- → δείτε τις λέξεις καθορίζω, ορίζω και όρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.