μπερδεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μπερδεμένος | η | μπερδεμένη | το | μπερδεμένο |
| γενική | του | μπερδεμένου | της | μπερδεμένης | του | μπερδεμένου |
| αιτιατική | τον | μπερδεμένο | την | μπερδεμένη | το | μπερδεμένο |
| κλητική | μπερδεμένε | μπερδεμένη | μπερδεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μπερδεμένοι | οι | μπερδεμένες | τα | μπερδεμένα |
| γενική | των | μπερδεμένων | των | μπερδεμένων | των | μπερδεμένων |
| αιτιατική | τους | μπερδεμένους | τις | μπερδεμένες | τα | μπερδεμένα |
| κλητική | μπερδεμένοι | μπερδεμένες | μπερδεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μπερδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μπερδεύω
Μετοχή
μπερδεμένος, -η, -ο
- που έχει μπερδευτεί, μπλεγμένος
- ↪ το σχοινί ήταν μπερδεμένο
- ο περίπλοκος
- ↪ το πρόβλημα είναι πολύ μπερδεμένο
- που προκαλεί προβληματισμό ή υποψίες
- ※ Ένα μπερδεμένο κουβάρι ήταν όλα στο μυαλό της. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
- που βρίσκεται σε σύγχυση
- ↪ δεν μπορούσε να λύσει το πρόβλημα και ήταν μπερδεμένος
- που έχει εμπλακεί σε μια ύποπτη υπόθεση
- ↪ είναι κι αυτός μπερδεμένος σε αυτή την ιστορία με την αρχαιοκαπηλία;
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.