συγχύζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συγχύζω < μεσαιωνική ελληνική συγχύζω < ελληνιστική κοινή σύγχυσις (αναδρομικός σχηματισμός) < αρχαία ελληνική συγχέω < σύν + χέω ((μεταφραστικό δάνειο) ιταλική turbare)
Ρήμα
συγχύζω (παθητική φωνή: συγχύζομαι)
Συγγενικά
- σύγχυση
- συγχυσμένος
- → δείτε τις λέξεις συν, χέω και χύνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συγχύζω | σύγχυζα | θα συγχύζω | να συγχύζω | συγχύζοντας | |
| β' ενικ. | συγχύζεις | σύγχυζες | θα συγχύζεις | να συγχύζεις | σύγχυζε | |
| γ' ενικ. | συγχύζει | σύγχυζε | θα συγχύζει | να συγχύζει | ||
| α' πληθ. | συγχύζουμε | συγχύζαμε | θα συγχύζουμε | να συγχύζουμε | ||
| β' πληθ. | συγχύζετε | συγχύζατε | θα συγχύζετε | να συγχύζετε | συγχύζετε | |
| γ' πληθ. | συγχύζουν(ε) | σύγχυζαν συγχύζαν(ε) |
θα συγχύζουν(ε) | να συγχύζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σύγχυσα | θα συγχύσω | να συγχύσω | συγχύσει | ||
| β' ενικ. | σύγχυσες | θα συγχύσεις | να συγχύσεις | σύγχυσε | ||
| γ' ενικ. | σύγχυσε | θα συγχύσει | να συγχύσει | |||
| α' πληθ. | συγχύσαμε | θα συγχύσουμε | να συγχύσουμε | |||
| β' πληθ. | συγχύσατε | θα συγχύσετε | να συγχύσετε | συγχύστε | ||
| γ' πληθ. | σύγχυσαν συγχύσαν(ε) |
θα συγχύσουν(ε) | να συγχύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συγχύσει | είχα συγχύσει | θα έχω συγχύσει | να έχω συγχύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συγχύσει | είχες συγχύσει | θα έχεις συγχύσει | να έχεις συγχύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συγχύσει | είχε συγχύσει | θα έχει συγχύσει | να έχει συγχύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συγχύσει | είχαμε συγχύσει | θα έχουμε συγχύσει | να έχουμε συγχύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συγχύσει | είχατε συγχύσει | θα έχετε συγχύσει | να έχετε συγχύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συγχύσει | είχαν συγχύσει | θα έχουν συγχύσει | να έχουν συγχύσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.