συγχύζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συγχύζω < μεσαιωνική ελληνική συγχύζω < ελληνιστική κοινή σύγχυσις (αναδρομικός σχηματισμός) < αρχαία ελληνική συγχέω < σύν + χέω ((μεταφραστικό δάνειο) ιταλική turbare)

Ρήμα

συγχύζω (παθητική φωνή: συγχύζομαι)

  1. ταράζω κάποιον έντονα, του ανεβάζω το αίμα στο κεφάλι, τον φουντώνω, τον στενοχωρώ πολύ, του προκαλώ τέτοια αναστάτωση, που αισθάνεται σύγχυση, τα χάνει
  2. (σπάνιο) συγχέω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.