αναστροφέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναστροφέας οι αναστροφείς
      γενική του αναστροφέα των αναστροφέων
    αιτιατική τον αναστροφέα τους αναστροφείς
     κλητική αναστροφέα αναστροφείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναστροφέας < αναστροφ(ή) + -έας, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική inverseur[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.stɾoˈfe.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναστροφέας

Ουσιαστικό

αναστροφέας αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.