σπόνδυλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σπόνδυλος | οι | σπόνδυλοι |
| γενική | του | σπονδύλου & σπόνδυλου |
των | σπονδύλων |
| αιτιατική | τον | σπόνδυλο | τους | σπονδύλους |
| κλητική | σπόνδυλε | σπόνδυλοι | ||
| Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Σπόνδυλος
Ετυμολογία
- σπόνδυλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπόνδυλος / σφόνδυλος
- για τη σημασία «κίονας» < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σπόνδυλος
Ουσιαστικό
σπόνδυλος αρσενικό
- (ανατομία) το καθένα από τα οστά που συναπαρτίζουν τη σπονδυλική στήλη
- (αρχιτεκτονική) τμήμα κυλινδρικού κίονα
Συγγενικά
- ασπόνδυλος
- μεσοσπονδύλιος
- σπονδυλοαρθρίτιδα
- σπονδυλαρθρίτιδα
- σπονδυλεξάρθρωση
- σπονδυλικός
- σπονδυλίτιδα
- σπονδυλόζωο
- σπονδυλολίσθηση
- σπονδυλόλυση
- σπονδυλολυσία
- σπονδυλοπάθεια
- σπονδύλωση
- σπονδυλωτός
- σπονδυλ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σπόνδυλος | οἱ | σπόνδυλοι |
| γενική | τοῦ | σπονδύλου | τῶν | σπονδύλων |
| δοτική | τῷ | σπονδύλῳ | τοῖς | σπονδύλοις |
| αιτιατική | τὸν | σπόνδυλον | τοὺς | σπονδύλους |
| κλητική ὦ! | σπόνδυλε | σπόνδυλοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπονδύλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σπονδύλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπόνδυλος < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- σπόνδυλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.