μεντεσές

Νέα ελληνικά (el)

Μεντεσές μιας πόρτας.
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεντεσές οι μεντεσέδες
      γενική του μεντεσέ των μεντεσέδων
    αιτιατική τον μεντεσέ τους μεντεσέδες
     κλητική μεντεσέ μεντεσέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεντεσές < (άμεσο δάνειο) τουρκική menteşe < περσική بندگشا (bandguşā). [1]

Ουσιαστικό

μεντεσές αρσενικό

  • εξάρτημα με δύο τρυπημένα επίπεδα που τοποθετούνται το ένα σε πόρτα, πύλη κλπ. και το άλλο στο πλαίσιό της, και που συνδέονται μεταξύ τους ώστε να ανοιγοκλείνει η πόρτα ελεύθερα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.