αυχενικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυχενικός η αυχενική το αυχενικό
      γενική του αυχενικού της αυχενικής του αυχενικού
    αιτιατική τον αυχενικό την αυχενική το αυχενικό
     κλητική αυχενικέ αυχενική αυχενικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυχενικοί οι αυχενικές τα αυχενικά
      γενική των αυχενικών των αυχενικών των αυχενικών
    αιτιατική τους αυχενικούς τις αυχενικές τα αυχενικά
     κλητική αυχενικοί αυχενικές αυχενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυχενικός < αυχένας + -ικός

Επίθετο

αυχενικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τον αυχένα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αυχενικό: (ιατρική) το αυχενικό σύνδρομο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.