αυχενικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυχενικός | η | αυχενική | το | αυχενικό |
| γενική | του | αυχενικού | της | αυχενικής | του | αυχενικού |
| αιτιατική | τον | αυχενικό | την | αυχενική | το | αυχενικό |
| κλητική | αυχενικέ | αυχενική | αυχενικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυχενικοί | οι | αυχενικές | τα | αυχενικά |
| γενική | των | αυχενικών | των | αυχενικών | των | αυχενικών |
| αιτιατική | τους | αυχενικούς | τις | αυχενικές | τα | αυχενικά |
| κλητική | αυχενικοί | αυχενικές | αυχενικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αυχενικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αυχένα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) αυχενικό: (ιατρική) το αυχενικό σύνδρομο
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αυχένας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.