φορεσιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φορεσιά οι φορεσιές
      γενική της φορεσιάς των φορεσιών
    αιτιατική τη φορεσιά τις φορεσιές
     κλητική φορεσιά φορεσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χορευτικό συγκρότημα με ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές

Ετυμολογία

φορεσιά < μεσαιωνική λέξη φορεσία < φόρεσις < φορέω-φορῶ

Ουσιαστικό

φορεσιά θηλυκό

  • ειδική στολή, ενδύματα για ειδικές περιστάσεις
  • παραδοσιακή φορεσιά, λαϊκή κ.λπ.
  • η φορεσιά του γαμπρού

Εκφράσεις

ωπα, φορεσιά ο σακάτης!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.