ιματισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιματισμός | οι | ιματισμοί |
| γενική | του | ιματισμού | των | ιματισμών |
| αιτιατική | τον | ιματισμό | τους | ιματισμούς |
| κλητική | ιματισμέ | ιματισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιματισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱματισμός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ma.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐μα‐τι‐σμός
Μεταφράσεις
ιματισμός
Αναφορές
- ιματισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.