περιβολή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιβολή οι περιβολές
      γενική της περιβολής των περιβολών
    αιτιατική την περιβολή τις περιβολές
     κλητική περιβολή περιβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιβολή < αρχαία ελληνική περιβολή

Ουσιαστικό

περιβολή θηλυκό

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.