εξάρτυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξάρτυση | οι | εξαρτύσεις |
| γενική | της | εξάρτυσης* | των | εξαρτύσεων |
| αιτιατική | την | εξάρτυση | τις | εξαρτύσεις |
| κλητική | εξάρτυση | εξαρτύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εξαρτύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξάρτυση < μεταγενέστερο ἐξάρτυσις < ἐξαρτύω
Ουσιαστικό
εξάρτυση θηλυκό
- τα ατομικά είδη του στρατιώτη εκτός από τον οπλισμό, εφόδια στρατιώτη, βοηθητικός-τεχνικός εξοπλισμός και στολή
- οι στρατιώτες παρήλασαν με πλήρη πολεμική εξάρτυση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.