εξάρτυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξάρτυση οι εξαρτύσεις
      γενική της εξάρτυσης* των εξαρτύσεων
    αιτιατική την εξάρτυση τις εξαρτύσεις
     κλητική εξάρτυση εξαρτύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαρτύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξάρτυση < μεταγενέστερο ἐξάρτυσις < ἐξαρτύω

Ουσιαστικό

εξάρτυση θηλυκό

  1. τα ατομικά είδη του στρατιώτη εκτός από τον οπλισμό, εφόδια στρατιώτη, βοηθητικός-τεχνικός εξοπλισμός και στολή
    οι στρατιώτες παρήλασαν με πλήρη πολεμική εξάρτυση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.