attitude

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
attitude attitudes

Ουσιαστικό

attitude (en)

  • (μετρήσιμο) η στάση, ο τρόπος που σκέφτομαι και νιώθω για κάποιον ή κάτι, ο τρόπος που συμπεριφέρομαι σε κάποιον ή κάτι που δείχνει πώς σκέφτομαι και αισθάνομαι
    a friendly/hostile attitude - φιλική/εχθρική στάση
    his attitude towards me - η στάση απέναντί μου

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

attitude (fr)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.