ανταρσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανταρσία οι ανταρσίες
      γενική της ανταρσίας των ανταρσιών
    αιτιατική την ανταρσία τις ανταρσίες
     κλητική ανταρσία ανταρσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανταρσία < (ελληνιστική κοινή) ἀνταρσία < ἀνταίρω < ἀντί + αἴρω

Ουσιαστικό

ανταρσία θηλυκό

  • ο ξεσηκωμός (με όπλα) εναντίον της εξουσίας,των νόμιμων αρχών

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.