εξέγερση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξέγερση οι εξεγέρσεις
      γενική της εξέγερσης* των εξεγέρσεων
    αιτιατική την εξέγερση τις εξεγέρσεις
     κλητική εξέγερση εξεγέρσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξεγέρσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξέγερση < (ελληνιστική κοινή) ἐξέγερσις

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈkse.ʝeɾ.si/

Ουσιαστικό

εξέγερση θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.