καρέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καρέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική carré[1]
κόμικ με τέσσερα καρέ

Ουσιαστικό

καρέ ουδέτερο άκλιτο

  1. στιγμιότυπο από κινηματογραφική ταινία ή κινούμενα σχέδια
  2. τμήματα σελίδας κόμικς όπου φαίνεται μια σκηνή
  3. ομάδα τεσσάρων ατόμων που παίζουν σε ένα χαρτοπαίγνιο
  4. (ποδόσφαιρο) η μικρή ή η μεγάλη περιοχή
  5. είδος εργόχειρου, κεντητού ή πλεκτού (με βελονάκι), τετράγωνου, σε αντίθεση με το σεμέν, που χρησιμοποιείται για τα υπόλοιπα σχήματα (οβάλ, παραλληλόγραμμο κλπ.)
  6. είδος κουρέματος των μαλλιών

Εκφράσεις

  • συμπληρώθηκε το καρέ: ήρθε και ο τελευταίος που περιμέναμε

Παράγωγα

Σημειώσεις

  • στο ποδόσφαιρο συνήθως χρησιμοποιείται στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.