καρέ
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
καρέ ουδέτερο άκλιτο
- στιγμιότυπο από κινηματογραφική ταινία ή κινούμενα σχέδια
- τμήματα σελίδας κόμικς όπου φαίνεται μια σκηνή
- ομάδα τεσσάρων ατόμων που παίζουν σε ένα χαρτοπαίγνιο
- (ποδόσφαιρο) η μικρή ή η μεγάλη περιοχή
- είδος εργόχειρου, κεντητού ή πλεκτού (με βελονάκι), τετράγωνου, σε αντίθεση με το σεμέν, που χρησιμοποιείται για τα υπόλοιπα σχήματα (οβάλ, παραλληλόγραμμο κλπ.)
- είδος κουρέματος των μαλλιών
Εκφράσεις
- συμπληρώθηκε το καρέ: ήρθε και ο τελευταίος που περιμέναμε
Παράγωγα
Σημειώσεις
- στο ποδόσφαιρο συνήθως χρησιμοποιείται στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
- καρέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
