frame

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
frame frames

frame (en)

  1. ο σκελετός
  2. το πλαίσιο, η κορνίζα
    picture frames - κορνίζες φωτογραφιών
  3. η διάθεση, η κατάσταση

Σύνθετα

Ρήμα

ενεστώτας frame
γ΄ ενικό ενεστώτα frames
αόριστος framed
παθητική μετοχή framed
ενεργητική μετοχή framing

frame (en)

  1. επινοώ, σκαρώνω
  2. αρθρώνω
  3. πλαισιώνω, κορνιζάρω, καδράρω
    I framed my degree. - καδράρισα το πτυχίο του
  4. καδράρω, φροντίζω την γωνία της φωτογραφικής ή κινηματογραφικής λήψης
    He framed the shot first and then he started filming.
    Kαδράρισε τη βολή πρώτα και ύστερα άρχισε να τραβάει.
  5. στην αργκό: στήνω, νοθεύω, σκευωρώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.