σπουδαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπουδαίος | η | σπουδαία | το | σπουδαίο |
| γενική | του | σπουδαίου | της | σπουδαίας | του | σπουδαίου |
| αιτιατική | τον | σπουδαίο | τη | σπουδαία | το | σπουδαίο |
| κλητική | σπουδαίε | σπουδαία | σπουδαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπουδαίοι | οι | σπουδαίες | τα | σπουδαία |
| γενική | των | σπουδαίων | των | σπουδαίων | των | σπουδαίων |
| αιτιατική | τους | σπουδαίους | τις | σπουδαίες | τα | σπουδαία |
| κλητική | σπουδαίοι | σπουδαίες | σπουδαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
σπουδαίος, -α, -ο
Συγγενικά
- σπουδαία
- σπουδαιολόγημα
- σπουδαιολογία
- σπουδαιολογώ
- σπουδαιότητα
- σπουδαιοφάνεια
- σπουδαιοφανής
- → δείτε τη λέξη σπουδή
Εκφράσεις
- ες αύριον τα σπουδαία
- σπουδαία τα λάχανα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.