σπουδαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπουδαίος η σπουδαία το σπουδαίο
      γενική του σπουδαίου της σπουδαίας του σπουδαίου
    αιτιατική τον σπουδαίο τη σπουδαία το σπουδαίο
     κλητική σπουδαίε σπουδαία σπουδαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπουδαίοι οι σπουδαίες τα σπουδαία
      γενική των σπουδαίων των σπουδαίων των σπουδαίων
    αιτιατική τους σπουδαίους τις σπουδαίες τα σπουδαία
     κλητική σπουδαίοι σπουδαίες σπουδαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπουδαίος < αρχαία ελληνική σπουδαῖος < σπουδή < σπεύδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speud- (σπουδή, βιασύνη)

Επίθετο

σπουδαίος, -α, -ο

  1. σημαντικός, εξαιρετικός
  2. αξιόλογος, χρήσιμος
  3. (ειρωνικό) ασήμαντος, ανούσιος

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • ες αύριον τα σπουδαία
  • σπουδαία τα λάχανα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.