σπουδαιοφάνεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σπουδαιοφάνεια | οι | σπουδαιοφάνειες |
| γενική | της | σπουδαιοφάνειας | των | σπουδαιοφανειών |
| αιτιατική | τη | σπουδαιοφάνεια | τις | σπουδαιοφάνειες |
| κλητική | σπουδαιοφάνεια | σπουδαιοφάνειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπουδαιοφάνεια < σπουδαιοφανής
Ουσιαστικό
σπουδαιοφάνεια θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σπουδαιοφάνεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.