σπουδαιολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σπουδαιολογία | οι | σπουδαιολογίες |
| γενική | της | σπουδαιολογίας | των | σπουδαιολογιών |
| αιτιατική | τη | σπουδαιολογία | τις | σπουδαιολογίες |
| κλητική | σπουδαιολογία | σπουδαιολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπουδαιολογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σπουδαιολογία. Μορφολογικά αναλύεται σε σπουδαί(ο) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
σπουδαιολογία θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σπουδαιολογία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.