σπουδαιοφανής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπουδαιοφανής η σπουδαιοφανής το σπουδαιοφανές
      γενική του σπουδαιοφανούς* της σπουδαιοφανούς του σπουδαιοφανούς
    αιτιατική τον σπουδαιοφανή τη σπουδαιοφανή το σπουδαιοφανές
     κλητική σπουδαιοφανή(ς) σπουδαιοφανής σπουδαιοφανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπουδαιοφανείς οι σπουδαιοφανείς τα σπουδαιοφανή
      γενική των σπουδαιοφανών των σπουδαιοφανών των σπουδαιοφανών
    αιτιατική τους σπουδαιοφανείς τις σπουδαιοφανείς τα σπουδαιοφανή
     κλητική σπουδαιοφανείς σπουδαιοφανείς σπουδαιοφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπουδαιοφανής < σπουδαί(ος) + -ο- + -φανής

Προφορά

ΔΦΑ : /spu.ðe.o.faˈnis/

Επίθετο

σπουδαιοφανής

  1. (για πρόσωπο) που παριστάνει τον σπουδαίο, που επιχειρεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι είναι σπουδαίος ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι
     συνώνυμα: επιδεικτικός, επηρμένος, πομπώδης, σοβαροφανής· (οικείο) φιγουρατζής
  2. (για πράγμα) που παρουσιάζεται ώστε να φαίνεται σπουδαίο ενώ δεν είναι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.