αποσπουδάζω
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποσπουδάζω | αποσπούδαζα | θα αποσπουδάζω | να αποσπουδάζω | αποσπουδάζοντας | |
| β' ενικ. | αποσπουδάζεις | αποσπούδαζες | θα αποσπουδάζεις | να αποσπουδάζεις | αποσπούδαζε | |
| γ' ενικ. | αποσπουδάζει | αποσπούδαζε | θα αποσπουδάζει | να αποσπουδάζει | ||
| α' πληθ. | αποσπουδάζουμε | αποσπουδάζαμε | θα αποσπουδάζουμε | να αποσπουδάζουμε | ||
| β' πληθ. | αποσπουδάζετε | αποσπουδάζατε | θα αποσπουδάζετε | να αποσπουδάζετε | αποσπουδάζετε | |
| γ' πληθ. | αποσπουδάζουν(ε) | αποσπούδαζαν αποσπουδάζαν(ε) |
θα αποσπουδάζουν(ε) | να αποσπουδάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποσπούδασα | θα αποσπουδάσω | να αποσπουδάσω | αποσπουδάσει | ||
| β' ενικ. | αποσπούδασες | θα αποσπουδάσεις | να αποσπουδάσεις | αποσπούδασε | ||
| γ' ενικ. | αποσπούδασε | θα αποσπουδάσει | να αποσπουδάσει | |||
| α' πληθ. | αποσπουδάσαμε | θα αποσπουδάσουμε | να αποσπουδάσουμε | |||
| β' πληθ. | αποσπουδάσατε | θα αποσπουδάσετε | να αποσπουδάσετε | αποσπουδάστε | ||
| γ' πληθ. | αποσπούδασαν αποσπουδάσαν(ε) |
θα αποσπουδάσουν(ε) | να αποσπουδάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποσπουδάσει | είχα αποσπουδάσει | θα έχω αποσπουδάσει | να έχω αποσπουδάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποσπουδάσει | είχες αποσπουδάσει | θα έχεις αποσπουδάσει | να έχεις αποσπουδάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποσπουδάσει | είχε αποσπουδάσει | θα έχει αποσπουδάσει | να έχει αποσπουδάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποσπουδάσει | είχαμε αποσπουδάσει | θα έχουμε αποσπουδάσει | να έχουμε αποσπουδάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποσπουδάσει | είχατε αποσπουδάσει | θα έχετε αποσπουδάσει | να έχετε αποσπουδάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποσπουδάσει | είχαν αποσπουδάσει | θα έχουν αποσπουδάσει | να έχουν αποσπουδάσει |
| |
Μεταφράσεις
αποσπουδάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.