σπουδασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπουδασμένος η σπουδασμένη το σπουδασμένο
      γενική του σπουδασμένου της σπουδασμένης του σπουδασμένου
    αιτιατική τον σπουδασμένο τη σπουδασμένη το σπουδασμένο
     κλητική σπουδασμένε σπουδασμένη σπουδασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπουδασμένοι οι σπουδασμένες τα σπουδασμένα
      γενική των σπουδασμένων των σπουδασμένων των σπουδασμένων
    αιτιατική τους σπουδασμένους τις σπουδασμένες τα σπουδασμένα
     κλητική σπουδασμένοι σπουδασμένες σπουδασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπουδασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σπουδάζω

Μετοχή

σπουδασμένος

  1. που έχει σπουδάσει
  2. (γενικότερα) μορφωμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.