συσπουδαστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συσπουδαστής | οι | συσπουδαστές |
| γενική | του | συσπουδαστή | των | συσπουδαστών |
| αιτιατική | τον | συσπουδαστή | τους | συσπουδαστές |
| κλητική | συσπουδαστή | συσπουδαστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συσπουδαστής < συ- + σπουδαστής
Ουσιαστικό
συσπουδαστής αρσενικό (θηλυκό: συσπουδάστρια)
Μεταφράσεις
συσπουδαστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.