ασπούδαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασπούδαστος | η | ασπούδαστη | το | ασπούδαστο |
| γενική | του | ασπούδαστου | της | ασπούδαστης | του | ασπούδαστου |
| αιτιατική | τον | ασπούδαστο | την | ασπούδαστη | το | ασπούδαστο |
| κλητική | ασπούδαστε | ασπούδαστη | ασπούδαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασπούδαστοι | οι | ασπούδαστες | τα | ασπούδαστα |
| γενική | των | ασπούδαστων | των | ασπούδαστων | των | ασπούδαστων |
| αιτιατική | τους | ασπούδαστους | τις | ασπούδαστες | τα | ασπούδαστα |
| κλητική | ασπούδαστοι | ασπούδαστες | ασπούδαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασπούδαστος < αρχαία ελληνική ἀσπούδαστος
Επίθετο
ασπούδαστος
Συγγενικά
- ασπούδαστα / ασπούδαχτα
- → δείτε τις λέξεις σπουδάζω και σπουδή
Μεταφράσεις
ασπούδαστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.