ασπούδαστα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ασπούδαστα < ασπούδαστος + -α
Μεταφράσεις
ασπούδαστα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ασπούδαστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασπούδαστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.