σπούδαγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπούδαγμα τα σπουδάγματα
      γενική του σπουδάγματος των σπουδαγμάτων
    αιτιατική το σπούδαγμα τα σπουδάγματα
     κλητική σπούδαγμα σπουδάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπούδαγμα < σπουδάζω + -μα

Ουσιαστικό

σπούδαγμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.