ιεροσπουδαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιεροσπουδαστής οι ιεροσπουδαστές
      γενική του ιεροσπουδαστή των ιεροσπουδαστών
    αιτιατική τον ιεροσπουδαστή τους ιεροσπουδαστές
     κλητική ιεροσπουδαστή ιεροσπουδαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιεροσπουδαστής < ιερός + -ο- + σπουδαστής

Ουσιαστικό

ιεροσπουδαστής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.