περισπούδαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περισπούδαστος | η | περισπούδαστη | το | περισπούδαστο |
| γενική | του | περισπούδαστου | της | περισπούδαστης | του | περισπούδαστου |
| αιτιατική | τον | περισπούδαστο | την | περισπούδαστη | το | περισπούδαστο |
| κλητική | περισπούδαστε | περισπούδαστη | περισπούδαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περισπούδαστοι | οι | περισπούδαστες | τα | περισπούδαστα |
| γενική | των | περισπούδαστων | των | περισπούδαστων | των | περισπούδαστων |
| αιτιατική | τους | περισπούδαστους | τις | περισπούδαστες | τα | περισπούδαστα |
| κλητική | περισπούδαστοι | περισπούδαστες | περισπούδαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περισπούδαστος < αρχαία ελληνική περισπούδαστος[1]
Επίθετο
περισπούδαστος
- (λόγιο) που έχει γίνει κατόπιν μελέτης ενός θέματος κι εμβάθυνσης σ’ αυτό
- (ειρωνικό) σπουδαιοφανής
Συγγενικά
- περισπούδαστα
- περισπουδάστως
- → δείτε τις λέξεις περί, σπουδάζω και σπουδή
Μεταφράσεις
περισπούδαστος
|
|
- περισπούδαστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.