σπινθήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σπινθήρας | οι | σπινθήρες |
| γενική | του | σπινθήρα | των | σπινθήρων |
| αιτιατική | τον | σπινθήρα | τους | σπινθήρες |
| κλητική | σπινθήρα | σπινθήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπινθήρας < αρχαία ελληνική σπινθήρ
Προφορά
- ΔΦΑ : /spinˈθi.ɾas/
Ουσιαστικό

σπινθήρες
σπινθήρας αρσενικό
- μικρό σωματίδιο πυρακτωμένης ύλης, το οποίο έχει δημιουργηθεί από φωτιά ή την τριβή ή τη σύγκρουση άλλων σωμάτων
- (φυσική) η έντονη και απρόσμενη λάμψη, η οποία προκαλείται από την αλληλεπίδραση αγωγών με υψηλό φορτίο ή από ένα ηλεκτρικό πεδίο. Συχνά, συνοδεύεται από παραγωγή θερμότητας ή κρότου
- (μεταφορικά) κάτι στο οποίο οφείλεται ένα γεγονός ή μια κατάσταση
Συγγενικά
Σύνθετα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.