σπινθήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπινθήρας οι σπινθήρες
      γενική του σπινθήρα των σπινθήρων
    αιτιατική τον σπινθήρα τους σπινθήρες
     κλητική σπινθήρα σπινθήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπινθήρας < αρχαία ελληνική σπινθήρ

Προφορά

ΔΦΑ : /spinˈθi.ɾas/

Ουσιαστικό

σπινθήρες

σπινθήρας αρσενικό

  1. μικρό σωματίδιο πυρακτωμένης ύλης, το οποίο έχει δημιουργηθεί από φωτιά ή την τριβή ή τη σύγκρουση άλλων σωμάτων
  2. (φυσική) η έντονη και απρόσμενη λάμψη, η οποία προκαλείται από την αλληλεπίδραση αγωγών με υψηλό φορτίο ή από ένα ηλεκτρικό πεδίο. Συχνά, συνοδεύεται από παραγωγή θερμότητας ή κρότου
  3. (μεταφορικά) κάτι στο οποίο οφείλεται ένα γεγονός ή μια κατάσταση


Συγγενικά

Σύνθετα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.