spark

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
spark sparks

spark (en)

  1. η σπίθα, μικρό κομμάτι πυρακτωμένης ύλης που εκσφενδονίζεται από φωτιά ή από συγκρουόμενα σώματα
    One spark can set the forest on fire.
    Μια σπίθα μπορεί να βάλει φωτιά στο δάσος.
  2. ο σπινθήρας, μια μικρή λάμψη φωτός που παράγεται από ηλεκτρικό ρεύμα
    an electric spark - ηλεκτρικός σπινθήρας

Ουσιαστικό

ενεστώτας spark
γ΄ ενικό ενεστώτα sparks
αόριστος sparked
παθητική μετοχή sparked
ενεργητική μετοχή sparking

spark (en)

  1. (μεταβατικό) προκαλώ να ξεκινήσει ή να αναπτυχθεί κάτι, ειδικά ξαφνικά
    This issue sparked heated debates.
    Το θέμα αυτό προκάλεσε σφοδρές συζητήσεις.
  2. (αμετάβατο) σπιθοβολώ, σπιθίζω, βγάζω/πετώ σπίθες
    The fireplace was sparking.
    Το τζάκι σπιθοβολούσε.
    Their swords sparked as they crossed.
    Τα σπαθιά τους έβγαζαν σπίθες καθώς διασταυρώνονταν.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.