σπινθήρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπινθήρ οἱ σπινθῆρες
      γενική τοῦ σπινθῆρος τῶν σπινθήρων
      δοτική τῷ σπινθῆρ τοῖς σπινθῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν σπινθῆρ τοὺς σπινθῆρᾰς
     κλητική ! σπινθήρ σπινθῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπινθῆρε
γεν-δοτ τοῖν  σπινθήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπινθήρ, ήδη ομηρικό < θέμα σπινθ- + -ήρ  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

σπινθήρ αρσενικό

Συγγενικά

  • ἀποσπινθηρισμός
  • ἀποσπινθηρίζω
  • σπινθαρίς
  • σπινθηρίζω
  • σπινθηροβολέω
  • σπινθηροειδής
  • σπινθίον
  • σπίνθραξ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.