σπίθα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπίθα οι σπίθες
      γενική της σπίθας των σπιθών
    αιτιατική τη σπίθα τις σπίθες
     κλητική σπίθα σπίθες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπίθα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σπίθα θηλυκό

  1. ο σπινθήρας
  2. (μεταφορικά) έξυπνος άνθρωπος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.