искра

Βουλγαρικά (bg)

Ετυμολογία

искра < πρωτοσλαβική jьskra

Ουσιαστικό

искра (bg) θηλυκό

  1. ο σπινθήρας



Ρωσικά (ru)

Ετυμολογία

искра < πρωτοσλαβική jьskra

Ουσιαστικό

искра (ru) θηλυκό

  1. ο σπινθήρας



Σερβικά (sr)

Ετυμολογία

искра < πρωτοσλαβική jьskra

Ουσιαστικό

искра (sr) (λατινική γραφή: algebra) θηλυκό

  1. ο σπινθήρας



Σλαβομακεδονικά (mk)

Ετυμολογία

искра < πρωτοσλαβική jьskra

Ουσιαστικό

искра (mk) θηλυκό

  1. ο σπινθήρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.