σπινθηρογράφημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σπινθηρογράφημα | τα | σπινθηρογραφήματα |
| γενική | του | σπινθηρογραφήματος | των | σπινθηρογραφημάτων |
| αιτιατική | το | σπινθηρογράφημα | τα | σπινθηρογραφήματα |
| κλητική | σπινθηρογράφημα | σπινθηρογραφήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπινθηρογράφημα (νεολογισμός) < σπινθήρ(ας) + -ο- + γράφημα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική scintigram)
Ουσιαστικό
σπινθηρογράφημα ουδέτερο
- (ιατρική) διαγνωστική μέθοδος με δισδιάστατη απεικόνιση ανθρώπινων οργάνων
Πηγές
- σπινθηρογράφημα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σπινθηρογράφημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.