σπινθηρογράφημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπινθηρογράφημα τα σπινθηρογραφήματα
      γενική του σπινθηρογραφήματος των σπινθηρογραφημάτων
    αιτιατική το σπινθηρογράφημα τα σπινθηρογραφήματα
     κλητική σπινθηρογράφημα σπινθηρογραφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπινθηρογράφημα (νεολογισμός) < σπινθήρ(ας) + -ο- + γράφημα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική scintigram)

Ουσιαστικό

σπινθηρογράφημα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.