σμύρνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σμύρνα οι σμύρνες
      γενική της σμύρνας των σμυρνών
    αιτιατική τη σμύρνα τις σμύρνες
     κλητική σμύρνα σμύρνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σμύρνα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σμύρνα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈzmiɾ.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμύρνα

Ουσιαστικό

σμύρνα θηλυκό

  1. (φυτό) μικρό δέντρο που εκκρίνει αρωματική ρητίνη
  2. (συνεκδοχικά) το αρωματικό ρετσίνι από το φυτό αυτό με χρήση στη αρωματοποιία ή τη φαρμακευτική. Κατά την Καινή Διαθήκη το μύρο που προσφέρθηκε ως δώρο στον νεογέννητο Χριστό.
  3. άλλη μορφή του σμέρνα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σμύρν αἱ σμύρναι
      γενική τῆς σμύρνης τῶν σμυρνῶν
      δοτική τῇ σμύρν ταῖς σμύρναις
    αιτιατική τὴν σμύρνᾰν τὰς σμύρνᾱς
     κλητική ! σμύρν σμύρναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σμύρν
γεν-δοτ τοῖν  σμύρναιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σμύρνα <

Ουσιαστικό

σμύρνα θηλυκό

  1. ρητινώδες κόμμι από το αραβικό δέντρο Balsamodendron Myrrha ή 'αραβικής μύρτου που χρησιμοποιείτο στην ταρίχευση (Ηρόδοτος) ή ως φάρμακο
  2. (φυτό) το όνομα αυτού του δέντρου
  3. (φυτό) το φυτό Commiphora wightii που δίνει αρωματική, φαρμακευτική ρητίνη

  • μύρρα (θηλυκό)
  • σμύρνη (ιωνικός τύπος)
  • και γραφή ζμύρνα

Εκφράσεις

Συγγενικά

  • ἁλυκόσμυρνα
  • ξηροσμύρνη
  • διάσμυρνον
  • κατάσμυρνος
  • Σμύρνα
  • σμυρναῖος, Σμυρναῖος
  • σμυρνεῖον
  • σμυρνιάζω
  • σμύρνινος
  • σμύρνιον
  • σμύρνισις
  • σμυρνίζω
  • σμυρνοφόρος
  • σμυρνόμελαν
  • σμυρνομελάνιον
  • σμυρνόω, σμυρνῶ

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.