σμύρνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σμύρνα | οι | σμύρνες |
| γενική | της | σμύρνας | των | σμυρνών |
| αιτιατική | τη | σμύρνα | τις | σμύρνες |
| κλητική | σμύρνα | σμύρνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σμύρνα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σμύρνα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈzmiɾ.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμύρ‐να
Ουσιαστικό
σμύρνα θηλυκό
- (φυτό) μικρό δέντρο που εκκρίνει αρωματική ρητίνη
- (συνεκδοχικά) το αρωματικό ρετσίνι από το φυτό αυτό με χρήση στη αρωματοποιία ή τη φαρμακευτική. Κατά την Καινή Διαθήκη το μύρο που προσφέρθηκε ως δώρο στον νεογέννητο Χριστό.
- άλλη μορφή του σμέρνα
Αναφορές
- σμύρνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σμύρνᾰ | αἱ | σμύρναι |
| γενική | τῆς | σμύρνης | τῶν | σμυρνῶν |
| δοτική | τῇ | σμύρνῃ | ταῖς | σμύρναις |
| αιτιατική | τὴν | σμύρνᾰν | τὰς | σμύρνᾱς |
| κλητική ὦ! | σμύρνᾰ | σμύρναι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σμύρνᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σμύρναιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σμύρνα <
- Κατά μία άποψη, αναδρομικός σχηματισμός[1] ή παρασύνδεση[2] προς την έκφραση Σμυρναία μύρρα (η σμύρνα από τη Σμύρνη)
- Κατ' άλλη άποψη, αναδρομικός σχηματισμός από τη μύρρα, λέξη σημιτικής καταγωγής (δείτε Ετυμολογία)
Ουσιαστικό
σμύρνα θηλυκό
- μύρρα (θηλυκό)
- σμύρνη (ιωνικός τύπος )
- και γραφή ζμύρνα
Συγγενικά
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σμύρνα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σμύρνα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.